Ο θεοχάρης εν ψηλός, μυώδης σαν τον τάυρον, έχει πολλά καλόν κορμίν τζιαι αν του δόκεις αφορμήν, εννα σε κάμει μάυρον.

Τζιέν κανεί πουν δυνάμενος, τζι’όποιος τον δεί φοάτε, τζιαι που πιον έ’σηκώνει λον, επήεν τζιαι σε δάσκαλον τζι’έμαθεν τζιαι καράτε.

Άμαν θα μπεί μεστον καυκάν, σκέκετε πάντα βράχος, φκάλλουν τα μάθκια του φωθκιάν, μα’σιει πολλά καλήν καρκιάν, ξέρω το κατα βάθος.

Πάντα εγιώ ελάλουν του, η δύναμη το’ν τόση, που στον καυκάν έτσι που δκιά, μ’έτσι δυνάμενην γροθκιά, κάποιον εννα σκοτώσει!

Όμως σε μιαν μελαχροινήν, θωρείς τον Θεοχάρην, μπροστά της άμα βρίσκετε, μαρτούιν να γινίσκετε, τζιει πούταν σαν λιοντάρι.

Για τούτην την μελαχροινήν, είσιεν μεγάλην ένοια! Τόσον την εαγάπησεν, που μούπεν αποφάσισεν, να πάμεντε προξένια.

Τζιαι ετσι μιαν Κυριακήν, ήρτεν να με ξυπνήσει, τζιαι να μου πεί αντί τζιυνήν, σήμμερα την μελαχρινήν να πάμεν να ζητήσει.

Τζιαφού εξιουρήστήκαμεν, τζιαι φκάλαμεν τα γένια, κατα το δείλις στην δροσιάν, εβάλαμεν τζιαι φορεσιάν, τζιαι πάμεν για προξένεια.

Τζιαι οπως επααίνναμεν, με το παλιόν μου LADA, πατώ τα στόπερ μου γερά, γιατί που τα αριστερά, εκόψαν μας την στράτα.

Ο φίλος μου θυμόθηκεν, τζ’είπεν εις το σιοφέρη, τάχα πως εν της γερημιάς, τζι’έδωκεν έξω μονομιάς, να πάει να τον δέρει.

Άρπαξεν τον μονομιάς τζιαι είπεν να του δώσει, κάτι γροθκιές πάς την κκελλέν, που νόμισα πως έθελεν, για να τον ησκοτώσει.

Παρέτα του εφώναξα, με λόγια που ετρέμαν, τζι’ο φίλος μου εκρόστηκεν, γιατ’είεν πως εχώστηκεν, το πλάσμαν μέστο γαίμαν.

Έπιασα τον τζιαι κάμναμεν, γυρούς μέσα στην χώραν, μα τέλεια εν τζιαι φύαμεν, στο προξενιόν επήαμεν μετά που μίαν ώραν.

Άννοιξεν η μελαχρινή, στην πόρταν της εφάνην, πεντάμορφη τζιαι λιερή, με χτενισιάν φανταχτερή, τζιαι ακριβόν φουστάνην.

Τον τζιύρην της τον είαμεν, που μπήκαμεν στη σάλα. Τα μμάδκια μας σαν παλαβού, εγίναν ίσια με του βού, τζι’ακόμα πιό μεγάλα.

Τζιαι προπαντός ο φίλος μου, έχασεν τζιαι το χρώμαν, έν είπεν ούτε έναν λόν, τζιαι θώρεν οπως τον πελλόν, με ανοιχτόν το στόμαν,

Γιατ’ήταν τζιείνος που’δερεν, πριν λίον στην πλατείαν, που τον εχτύπαν με ορμήν, χωρίς μεγάλην αφορμήν, ή σωβαρήν αιτίαν.

Μπροστά απο τον φίλον μου, ο άθρωπος εστάθει, τζι’αφού τον αναγνώρισεν, πάνω μου επροχώρησεν, σε μέναν αποτάθει.

Τζ’είπεν με λόγια βαρετά, ανάφτοντας το τσιάρον, χαδέφκοντας τα γένια του, πως εν ιδκιά την Ξένιαν του, γεναίκαν σ’έναν γάρον.

Εσήκωσεν την τζιεφαλήν ο φίλος μου με κόπον, γιατί εβεβαιόθηκεν, το προξενιόν ξηλώθηκεν, που τον κακόν του τρόπον.

Τζ’είπεν μου λάμνε φίλε μου, πάαιννε φέρ’το κάρον,τζιαι κάμε τούντο ψυσικόν, να πάρεις πίσο στο χωρκόν, τον φίλον σου τον γάρον.

27/2/05 Χαμπής Αχνιώτης